Γαστρεντερικές διαταραχές, όπως είναι η διάρροια και ο εμετός, προκαλούνται συχνά από ιογενείς λοιμώξεις μεταδιδόμενες με την επαφή με πάσχοντα ή με τη βρώση μολυσμένου τροφίμου. H κλινική εικόνα μπορεί να αποτελείται από διάρροια μόνο, έμετο μόνο ή και τα 2 αυτά συμπτώματα μαζί (με ή χωρίς πυρετό). Επίσης συχνά εμφανίζεται ένας πόνος στην κοιλιά με μεταβαλλόμενη ένταση, ο οποίος συνήθως υποχωρεί με τη διάρροια και ακολούθως σταδιακά επανέρχεται μέχρι το επόμενο επεισόδιο της διάρροιας ή και του εμέτου.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η οξεία γαστρεντερίτιδα είναι μια αυτοπεριοριζόμενη κατάσταση που διαρκεί 3-5 ημέρες. Σε διάρκεια νόσου άνω των 5 ημερών, χρειάζεται εργαστηριακός έλεγχος για αναζήτηση του αιτίου. Οι διαρροϊκές κενώσεις έχουν συνήθως υποκίτρινο χρώμα αλλά σπανιότερα μπορεί να περιέχουν και στοιχεία αίματος, οπότε εάν αυτό παρατηρηθεί καλό είναι να αναζητείται η συμβουλή του ιατρού.
Οι διάρροιες και οι εμετοί προκαλούν αφυδάτωση. Πρωταρχικό ρόλο λοιπόν παίζει η ενυδάτωση του ασθενούς, από το στόμα. Αυτό το πετυχαίνουμε εάν καταναλώνουμε νερό, αφεψήματα και ισοτονικά διαλύματα σε μικρές ποσότητες και σε τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να αναπληρώνουμε τα υγρά. Σε περιπτώσεις με έντονα συμπτώματα και αδυναμία λήψης υγρών από το στόμα χρειάζεται νοσοκομειακή περίθαλψη με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών.
Για την πρόληψη της νόσου απαιτείται η τήρηση βασικών κανόνων υγιεινής κατά την παρασκευή αλλά και κατά την κατανάλωση του φαγητού. Επίσης φρόνιμο είναι να αποφεύγεται η παραμονή της μαγειρεμένης τροφής σε θερμοκρασία δωματίου, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες.
Το καλό πλύσιμο των χεριών κατόπιν επαφής με άτομο που πάσχει από γαστρεντερίτιδα ελαττώνει κατά πολύ τις πιθανότητες μετάδοσης της νόσου.
Άτομα που ταξιδεύουν θα πρέπει να αποφεύγουν τροφές που δεν είναι μαγειρεμένες σωστά και από μη εγγυημένα εστιατόρια, το μη εμφιαλωμένο νερό, τα παγάκια, καθώς και τα φρούτα ή λαχανικά με τη φλούδα τους.
Η διάρροια είναι ένα σύμπτωμα που μπορεί να οφείλεται σε αναρίθμητα αίτια. Προτού όμως ο ασθενής ή ο ιατρός αναρωτηθεί για το αίτιο, καλό θα είναι να οριστεί με βεβαιότητα ότι πρόκειται όντως για διάρροια. Συχνά οι ασθενείς αναφέρουν ότι έχουν διαρροϊκές κενώσεις χωρίς αυτές να είναι όντως διαρροϊκές, ή αντιθέτως έχουν διαρροϊκές κενώσεις χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Η αυξημένη συχνότητα κένωσης του εντέρου (> 3 φορές την ημέρα) και /ή η υδαρής σύσταση των κοπράνων μπορούν να ορίσουν μια διάρροια, αλλά το σωστό είναι να ερωτάται ο ασθενής για το ποιες ήταν ανέκαθεν οι κενώσεις του πριν το δεδομένο επεισόδιο.
Γενικά ο όρος διάρροια αναφέρεται στη μεταβολή των κενώσεων του εντέρου, η οποία χαρακτηρίζεται από μη σχηματισμένες κενώσεις ή από αύξηση του όγκου των κενώσεων ή /και αύξηση της συχνότητας των κενώσεων[1].
Η διάρροια οφείλεται σε λοιμώδη και μη λοιμώδη αίτια. Τα λοιμώδη αίτια είναι
Εκτός από τα προαναφερθέντα λοιμώδη αίτια η νόσος μπορεί να οφείλεται και σε μια τοξίνη που παράγεται από ορισμένα μικρόβια στο έντερο όπως συμβαίνει με τη Plesiomonas shigeloides, την τοξίνη του σταφυλόκοκκου ( S.aureus) και τον βάκιλο cereus.
Tα μη λοιμώδη αίτια της διάρροιας είναι αναρίθμητα και περιλαμβάνουν ενδεικτικά
Αντώνιος Αντωνιάδης Ειδικός παθολόγος, MD, PhD, MsC
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ)
Μεταπτυχιακό στη Μοριακή Φυσιολογία , ΕΚΠΑ
Επιστημονικός συνεργάτης Α‘ Παθολογικής κλινικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ΓΝ Λαϊκό